- ψυχαγωγικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που συντελεί στην ψυχαγωγία, διασκεδαστικός, ευχάριστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχαγωγικός — ή, ό / ψυχαγωγικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχαγωγός / ψυχαγωγία] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα αρχ. θελκτικός, πειστικός. επίρρ... ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν με τρόπο… … Dictionary of Greek
ψυχαγωγικόν — ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive masc acc sg ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγικώτατον — ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive masc acc superl sg ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός … Dictionary of Greek
ՍՓՈՓԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: 13c ա. ψυχαγωγικός oblectatorius. Պատճառ սփոփանաց. սփոփիչ. մխիթար. *Իսկ լուսաւորըն փոքր իշխան գիշերական՝ խաւարին ժամուն ի լոյս մեզ սփոփական. Երզն. ոտ. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχαγωγικαί — ψῡχαγωγικαί , ψυχαγωγικός attractive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγικῶς — ψῡχαγωγικῶς , ψυχαγωγικός attractive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)